- οξαλικός
- -ή, -όφρ. α) «οξαλικό οξύ»χημ. άκυκλη οργανική ένωση, το πρώτο μέλος τής ομόλογης σειράς τών κορεσμένων δικαρβονικών οξέων, που είναι γνωστό και με τη συστηματική ονομασία αιθανοδιοϊκό οξύβ) «οξαλική διάθεση»ιατρ. ιδιοσυστασιακή κατάσταση τού οργανισμού που χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα οξαλικού οξέος στο αίμα και στα ούρα και εκδηλώνεται κυρίως με σχηματισμό κρυστάλλων ή λίθων στους νεφρούς από οξαλικά άλατα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. oxalique < λατ. oxalis < οξαλίς «το φυτό λάπαθο». Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θ. Ηλιάδη].
Dictionary of Greek. 2013.